- ακουστήριον
- ἀκουστήριον, το (Α) [ἀκούω]1. το ακροατήριο2. η αίθουσα διδασκαλίας ή διαλέξεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκουστήριον — lecture hall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστηρίου — ἀκουστήριον lecture hall neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστηρίων — ἀκουστήριον lecture hall neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστηρίῳ — ἀκουστήριον lecture hall neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek